- αιτιαρχία
- ηβλ. αιτιοκρατία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αιτιαρχία — η αιτιοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτία + αρχία < άρχω] … Dictionary of Greek
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek
αιτιαρχικός — ή, ό [αιτιαρχία] αυτός που ανήκει η αναφέρεται στην αιτιοκρατία … Dictionary of Greek
αιτιοκρατία — αιτιοκρατία, η και αιτιαρχία, η και ντετερμινισμός, ο (λ. λατιν.), φιλοσοφική άποψη σύμφωνα με την οποία στον κόσμο όλα συμβαίνουν κατά τη σχέση αιτία αποτέλεσμα: Στη φύση υπάρχει απόλυτη αιτιοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)